Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιχνηλατώ
1 εγγραφή
ιχνηλατώ [ixnilató] Ρ10.9α : καταδιώκω κπ. αναζητώντας και ακολουθώντας τα ίχνη του.

[λόγ. < ελνστ. ἰχνηλατῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες