Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισχυς
1 εγγραφή
ισχύς η [isxís] Ο γεν. ισχύος, αιτ. ισχύ, πληθ. ισχύες, γεν. ισχύων : 1. (λόγ.) το μέγεθος της δύναμης που έχει κάποιος: Στρατιωτική / πολιτική ~ μιας χώρας. (απαρχ. έκφρ.) η ~ εν τη ενώσει*. ΦΡ ~ μου η αγάπη του λαού μου, έμβλημα της τελευταίας βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα. 2. δύναμη, κύρος: Tα επιχειρήματά του δεν έχουν αποδεικτική ισχύ. ΦΡ από θέση / θέσεως ισχύος, για κπ. που βρίσκεται σε μια πλεονεκτική θέση από την οποία αντλεί δύναμη, κύρος κτλ.: Mπόρεσε να μας αντικρούσει όχι τόσο γιατί είχε επιχειρήματα, αλλά γιατί μιλούσε από θέση ισχύος. 3. η ιδιότητα ή η ικανότητα εκείνου που μπορεί να επιφέρει ή να παρέχει αυτό για το οποίο και έγινε, εκείνου που εφαρμόζεται: H ~ του νόμου αρχίζει αμέσως μετά τη δημοσίευσή του. Aνανεώνω την ισχύ ενός συμβολαίου. Οι φυσικοί νόμοι έχουν καθολική ισχύ. || η ικανότητα κάποιου να είναι παραδεκτός: Οι απόψεις αυτές σήμερα δεν έχουν καμιά ισχύ. Έχω νομική ισχύ, είμαι έγκυρος. 4. (φυσ.) το έργο που παράγει μια πηγή ενέργει ας (κινητήρας, υδατοπτώσεις κτλ.) σε ορισμένο χρόνο: Tο βατ και ο ίππος είναι μονάδες μέτρησης της ισχύος.

[λόγ. < αρχ. ἰσχύς (4: σημδ. αγγλ. power)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες