Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισραηλίτης
1 εγγραφή
Iσραηλίτης ο [izrailítis] Ο10 θηλ. Iσραηλίτισσα [izrailítisa] Ο27 : αυτός που κατάγεται από την εβραϊκή φυλή και πιστεύει στην εβραϊκή θρησκεία, ανεξάρτητα από το κράτος του οποίου είναι πολίτης· (πρβ. Εβραί ος, Iσραηλινός): Οι Iσραηλίτες της Θεσσαλονίκης.

[λόγ. < γαλλ. israél(ite) -ίτης < ελνστ. ἡ Ἰσραηλῖτις `Iσραηλίτισσα΄· Iσραηλίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες