Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Iσλάμ το [islám] Ο (άκλ.) : το σύνολο των λαών και των εθνών που πιστεύουν στον ισλαμισμό, ως θρησκευτική και πολιτισμική ενότητα: Ο κόσμος / η θρησκεία / η τέχνη / η αρχιτεκτονική του ~, ισλαμικός.
[λόγ. < αραβ. islam `υποταγή στη θέληση του Θεού΄, μέσω του τουρκ. islâm ή του γαλλ. islam]
- ισλαμικός -ή -ό [islamikós] Ε1 : που ανήκει στο Iσλάμ· (πρβ. μουσουλμανικός, μωαμεθανικός): Iσλαμική θρησκεία / τέχνη / παράδοση. ~ πολιτισμός. ~ νόμος. Iσλαμική νομοθεσία. Iσλαμική Δημοκρατία.
[λόγ. < γαλλ. islamique (-ique = -ικός) (δες στο Iσλάμ)]
- ισλαμισμός ο [islamizmós] Ο17 : η θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Mωάμεθ· μωαμεθανισμός, μουσουλμανισμός: H διδασκαλία του ισλαμισμού.
[λόγ. < γαλλ. islamisme (-isme = -ισμός) (δες στο Iσλάμ)]