Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιπποκ
4 εγγραφές [1 - 4]
ιππόκαμπος ο [ipókambos] Ο20α : 1. ζώο της θάλασσας (ψάρι), με ιδιαίτερα περίεργο σχήμα, το οποίο κολυμπά σε μια κάθετη (όρθια) θέση και του οποίου η στάση και το σχήμα του κεφαλιού θυμίζει άλογο· αλογάκι της θάλασσας. 2. (στην αρχ. ελλην. μυθολογία) θαλάσσιο τέρας με κεφάλι αλόγου και ουρά ψαριού: H παράσταση του ιππόκαμπου συμβόλιζε, ίσως, τη σύγκρουση των δυνάμεων της θάλασσας και της ξηράς.

[λόγ. < αρχ. ἱππόκαμπος]

ιπποκόμος ο [ipokómos] Ο18 : υπηρέτης, στρατιώτης, υπάλληλος κτλ. που φροντίζει για την καθαριότητα και την υγεία αλόγων: Εργάζεται ως ~ στον ιππόδρομο. Οι ιπποκόμοι του βασιλιά.

[λόγ. < αρχ. ἱπποκόμος]

ιπποκράτειος -α -ο [ipokrátios] Ε6 : (λόγ.) ιπποκρατικός.

[λόγ. < ελνστ. ἱπποκράτειος]

ιπποκρατικός -ή -ό [ipokratikós] Ε1 : που ανήκει στον Iπποκράτη, τον πατέρα της ιατρικής, που έχει διατυπωθεί από αυτόν: H ιπποκρατική διδασκαλία. Ο ~ όρκος, ο όρκος του Iπποκράτη, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι γιατροί.

[λόγ. < γαλλ. hippocratique < Hippocrates < αρχ. Ἱπποκράτ(ης) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες