Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιουδαίος
1 εγγραφή
Iουδαίος ο [iuδéos] Ο18 θηλ. Iουδαία [iuδéa] Ο26 : αυτός που ανήκει στο έθνος των Iουδαίων, στους Εβραίους της αρχαίας Παλαιστίνης. (έκφρ.) περιπλανώμενος* ~. ΦΡ διά τον φόβο(ν)* των Iουδαίων.

[λόγ. < ελνστ. Ἰουδαῖος < εβρ. Yĕhūdhī· λόγ. < ελνστ. Ἰουδαία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες