Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιοβόλος
1 εγγραφή
ιοβόλος -ος / -α -ο [iovólos] Ε14 : (λόγ.) που χύνει δηλητήριο· δηλητηριώδης: Iοβόλα ερπετά. || (μτφ.): Iοβόλα βέλη.

[λόγ. < αρχ. ἰοβόλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες