Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιλαρά
1 εγγραφή
ιλαρά η [ilará] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (ιατρ.) εξανθηματικό μεταδοτικό νόσημα της παιδικής ηλικίας· μπέμπελη: Mικρόβιο / συμπτώματα / εμβόλιο ιλαράς. Πέρασα / έβγαλα την ~, προσβλήθηκα από την ασθένεια και θεραπεύτηκα. || ΦΡ βγάζω (την) ~, ζεσταίνομαι υπερβολικά, σκάω από τη ζέστη.

[αρχ. επίθ. ἱλαρός > μσν. ίλαρος (αναλ. προς τα προπαροξύτονα επίθ., π.χ. ήμερος, ήσυχος) > θηλ. ίλαρη > ουσιαστικοπ. ίλαρη (ονομασία της αρρώστιας ίσως από την εμφάνιση του προσώπου του αρρώστου ή για ευφημισμό) > μσν. ή νεοελλ. ίλερη (τροπή [a > e] πριν από [r] ) > λόγ. επίδρ. ιλαρά (με βάση το αρχ. επίθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες