Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ικανοποίηση
1 εγγραφή
ικανοποίηση η [ikanopíisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ικανοποιώ. α. το συναίσθημα της έντονης ευαρέσκειας, ευχαρίστησης, που νιώθει κάποιος, επειδή πραγματοποιήθηκε κάποια επιθυμία ή επιδίωξή του. ANT απογοήτευση: Nιώθω / αισθάνομαι ~. β. η πραγματοποίηση επιθυμίας ή επιδίωξης, η εκπλήρωση ανάγκης: ~ μιας περιέργειας / μιας ανάγκης / μιας απαίτησης. γ. η επανόρθωση προσβολής ή ηθικής ζημίας από τον υπαίτιο: Zητώ ~.

[λόγ. ικανοποιη- (ικανοποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες