Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιεροκήρυκας
1 εγγραφή
ιεροκήρυκας ο [ierokírikas] Ο5 : ο λαϊκός (ή κληρικός) που έχει οριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές για να κηρύττει τη διδασκαλία (του χριστιανισμού): Ο ~ ενός ναού / μιας αρχιεπισκοπής.

[λόγ. < μσν. ιεροκήρυξ, αιτ. -υκα (στη νέα σημ.) < αρχ. ἱεροκῆρυξ `κήρυκας σε θυσία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες