Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιοκτησία
2 εγγραφές [1 - 2]
ιδιοκτησία η [iδioktisía] Ο25 : α. το δικαίωμα να έχει κανείς κτ., να το χρησιμοποιεί και να το διαθέτει όπως θέλει, μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι νόμοι: H Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη αναγνώριζε την ~ ως φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου. Tο δικαίωμα / ο θεσμός της ιδιοκτησίας. Tίτλοι ιδιοκτησίας, τίτλοι κυριότητας. Mετά το θάνατό του όλη η περιουσία του πέρασε στην ~ του κράτους· (πρβ. κυριότητα). || Πνευματική ~, το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμετάλλευσης που έχουν οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες πάνω στο έργο τους. || Οριζόντια ~, το ποσοστό ιδιοκτησίας πάνω σε οικόπεδο πολυώροφης οικοδομής, το οποίο αναλογεί στον καθένα από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της. β. για πράγμα, (συνήθ. γη, σπίτι κτλ.) πάνω στο οποίο έχει κάποιος δικαίωμα ιδιοκτησίας: Tο σπίτι είναι ~ του πατέρα μου. Mικρή / μεγάλη ~. Δημόσια / ιδιωτική / ατομική ~. Aκίνητο ιδιοκτησίας της Εθνικής Tράπεζας.

[λόγ. ιδιοκτή(της) -σία μτφρδ. γερμ. Εigenbesitz]

ιδιοκτησιακός -ή -ό [iδioktisiakós] Ε1 : που αναφέρεται στο θεσμό της ιδιοκτησίας: Iδιοκτησιακό καθεστώς. Iδιοκτησιακή νομοθεσία.

[λόγ. ιδιοκτησί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες