Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θύρα
2 εγγραφές [1 - 2]
θύρα η [θíra] Ο25 : 1. (λόγ., λαϊκότρ.) η πόρτα. ΦΡ κεκλεισμένων των θυρών, για μυστική συνεδρίαση, κυρίως δικαστηρίου, στην οποία δεν επιτρέπεται η είσοδος ακροατηρίου. επί θύραις, για κίνδυνο που πλησιάζει απειλητικά. παραβιάζω ανοιχτές θύρες, προσπαθώ να αποδείξω κτ. αυτονόητο ή κτ. ήδη γνωστό. 2. σε γήπεδο, στάδιο κτλ. καθεμιά από τις πύλες εισόδου και εξόδου των θεατών: Θα συναντηθούμε έξω από τη ~ 7. || οι θεατές που κάθονται στο τμήμα του σταδίου ή του γηπέδου το οποίο αντιστοιχεί σε ορισμένη θύρα: Aυτός είναι ~ 7.

[λόγ. < αρχ. θύρα]

θύραθεν [θíraθen] επίρρ. : στις λόγιες εκφράσεις ~ παιδεία / φιλοσοφία, η κλασική, σε αντίθεση με την εκκλησιαστική.

[λόγ. < μσν. θύραθεν `οι μη χριστιανοί΄ < αρχ. επίρρ. θύραθεν `από έξω από την πόρτα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες