Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θύμα
4 εγγραφές [1 - 4]
θύμα το [θíma] Ο48 : 1α. αυτός που υφίσταται τα αποτελέσματα μιας βίαιης ή εγκληματικής ενέργειας: Tο τελευταίο ~ του δολοφόνου. Tα θύματα της δικτατορίας / του ναζισμού. Έπεσε ~ βιασμού / κλοπής. Οι θύτες και τα θύματα. || ~ πολέμου, κυρίως οι χήρες και τα ορφανά όσων σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. β. αυτός που υφίσταται τις σοβαρές συνέπειες ενός ατυχήματος, μιας καταστροφής κτλ.: Tα θύματα των τροχών / του σεισμού / της θεομηνίας. Οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά ήταν τα πρώτα θύματα του υπερβολικού καύσωνα. Ο σύγχρονος άνθρωπος έπεσε ~ της αλόγιστης οικονομικής ανάπτυξης. Ο δράστης του τροχαίου άφησε αβοήθητο το ~ του και έφυγε. || (ως πλεονασμός) ανθρώπινα θύματα: H πυρκαγιά προκάλεσε υλικές ζημίες, όχι όμως και ανθρώπινα θύματα. || (μτφ.): Tα νεοκλασικά σπίτια ήταν τα πρώτα θύματα της ανοικοδόμησης. 2α. αυτός που υφίσταται τα αποτελέσματα μιας κακόβουλης συμπεριφοράς: Έπεσε ~ συκοφαντίας / δυσφήμησης. || Είναι ~ της ευπιστίας του / της καλοσύνης του. (έκφρ.) εξιλαστήριο* ~. β. αυτός που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης συνειδητά ή ασυνείδητα: Mέσα σ΄ αυτή την οικογένεια αυτός είναι το ~. Mη γίνεσαι ~. Mην παριστάνεις το ~.

[λόγ. < αρχ. θῦμα `ζώο που σφάζεται για θυσία΄, ελνστ. μτφ. για το σταυρικό θάνατο του Xριστού, σημδ. γαλλ. victime]

θυμάμαι [θimáme] & θυμούμαι [θimúme] Ρ12 : διατηρώ ή επαναφέρω στη μνήμη μου παραστάσεις από πρόσωπα, γεγονότα ή πράγματα που ανήκουν σε μια εμπειρία του παρελθόντος. ANT ξεχνώ: Δεν μπορώ να τον θυμηθώ καθόλου. Ποιος τον θυμάται πια αυτόν; ~ πάντα με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια, τα αναπολώ. Δε ~ πού ακούμπησα τα κλειδιά μου. ~ πολύ καλά ότι δε μου ξόφλησες το χρέος. || Σου στέλνω αυτό το μικρό δώρο για να με θυμάσαι, για να με σκέφτεσαι. (έκφρ.) να μου το θυμηθείς / θα μου το θυμηθείς / να με θυμηθείς / θα με θυμηθείς, σε περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε σε κπ. τη σημασία, την αλήθεια των λόγων μας ή των προβλέψεών μας.

[θυμούμαι: μσν. θυμούμαι < αρχ. ἐνθυμοῦμαι `βάζω στην καρδιά μου, σκέφτομαι΄, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.· θυμάμαι: < θυμ(ούμαι) μεταπλ. -άμαι]

θυμάρι το [θimári] Ο44 : μικρός θάμνος με αρωματική οσμή και μικρά γαλάζια άνθη: Mέλι που μυρίζει ~. Στην άγονη ράχη του βουνού που ούτε ~ δε φυτρώνει. θυμαράκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ (ειρ.) στα θυμαράκια, στο νεκροταφείο· ΣYN ΦΡ στα κυπαρίσσια: Πήγε / βρίσκεται / τον έχουν στα θυμαράκια, πέθανε και τον έχουν θάψει.

[μσν. *θυμάριον, υποκορ. του ελνστ. θύμ(ος) -άριον > -άρι]

θυμαρίσιος -α -ο [θimarísxos] Ε4 : που προέρχεται από το θυμάρι: Θυμαρίσιο μέλι.

[θυμάρ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες