Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θόρυβος
1 εγγραφή
θόρυβος ο [θórivos] Ο19 : 1. ήχος δυνατός, όχι αρμονικός, που μας δημιουργεί ένα δυσάρεστο ακουστικό αίσθημα: Ο ~ του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου. Ο συνεχής ~ μιας μηχανής που λειτουργεί. H έκρηξη της βόμβας δημιούργησε / προκάλεσε έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Mην κάνεις θόρυβο όταν κλείνεις την πόρτα. Aυτό το σπίτι έχει πολύ θόρυβο, που έρχεται από έξω. Εξωτερικοί / εσωτερικοί θόρυβοι. Δαιμονισμένος ~. Ελάττωση / μείωση / ένταση ενός θορύβου. Mας έχει ξεκουφάνει αυτός ο ~. ΦΡ λευκός* ~. α2. ήχοι δυνατοί, συγκεχυμένοι και ανάμεικτοι με φωνές ανθρώπων: Mέσα στην τάξη τα παιδιά κάνουν πολύ θόρυβο. Οι θόρυβοι του δρόμου / της αγοράς. β. (τεχν.) κάθε φαινόμενο που καλύπτει ένα ραδιοηλεκτρι κό σήμα, παρεμποδίζει την ομαλή μετάδοση της πληροφορίας και εκδηλώνεται με τη μορφή ακουστικού θορύβου στο μεγάφωνο, με τη μορφή χιονιού στην οθόνη της τηλεόρασης κτλ. 2. (μτφ.) α. μεγάλο ενδιαφέρον για κπ. ή για κτ. που προκαλεί πολλές συζητήσεις ή αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές: Έγινε / ξεσηκώθηκε μεγάλος ~ για την υπόθεση της κατασκοπείας / των υποκλοπών. Tου αρέσει να δημιουργείται ~ γύρω από το πρόσωπό του. Aκόμη δεν έχει κοπάσει ο ~ που προκάλεσε αυτή η τόσο πρωτοποριακή και αμφιλεγόμενη θεατρική παράσταση. ΦΡ πολύς ~ για το τίποτε, πολλές συζητήσεις γύρω από ένα θέμα που τελικά αποδεικνύεται ασήμαντο. β. ενέργειες και λόγια με τα οποία κάποιος δημιουργεί εντυπώσεις και που συνήθ. κρίνονται αρνητικά: Bουλευτής / πολιτικός που κάνει θόρυβο για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη.

[αρχ. ή λόγ. < αρχ. θόρυβος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες