Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυμικό το [θimikó] Ο38 : (ψυχ.) το σύνολο των ψυχικών φαινομένων τα οποία οφείλονται στο συναισθηματικό και βουλητικό μέρος της ψυχής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. θυμικός]
- θυμικός -ή -ό [θimikós] Ε1 : (ψυχ.) που σχετίζεται με το θυμικό: Θυμική διάθεση, που χαρακτηρίζεται από την επικράτηση συναισθηματικών και βουλητικών παρορμήσεων.
[λόγ. < αρχ. θυμικός]