Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρησκεία
1 εγγραφή
θρησκεία η [θriskía] Ο25 : 1. σύνολο ιδεών και αντιλήψεων που έχουν σχέση με την πίστη του ανθρώπου στην ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης (θεότητας) και συνοδεύονται από τελετουργικές πράξεις που σκοπό έχουν την απευθείας μεταφυσική επικοινωνία της ανθρώπινης ψυχής με τη δύναμη αυτή: Mονοθεϊστική / πολυθεϊστική ~. H ~ των αρχαίων Ελλήνων. Iουδαϊκή / χριστιανική / μουσουλμανική ~. Θεμελιωτής / ιδρυτής / αρχηγός / οπαδός μιας θρησκείας. Φυσικές* θρησκείες. ~ εξ αποκαλύψεως*. H επίσημη ~ ενός κράτους. (έκφρ.) πατρίδα / πατρίς, ~, οικογένεια*. 2. (μτφ.) για κτ. προς το οποίο δείχνει κανείς μια σχεδόν θρησκευτική πίστη και αφοσίωση.

[λόγ. < ελνστ. θρησκεία, αρχ. σημ.: `θρησκευτική λατρεία, τελετή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες