Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρηνος
1 εγγραφή
θρήνος ο [θrínos] Ο18 : 1. έκφραση βαθύτατου ψυχικού πόνου με κλάματα, κραυγές, οιμωγές κτλ.: Aκούγονται οι θρήνοι της από μακριά. Θρήνοι και κοπετοί. || Έγινε ~. (έκφρ.) ~, κλαυθμός* και οδυρμός. || Επιτάφιος* Θρήνος. 2. λόγος, συνήθ. έμμετρος, με τον οποίο εκφράζεται βαθύτατη θλίψη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: ~ της Kωνσταντινουπόλεως, ποίημα το οποίο θρηνεί την άλωση της Kωνσταντινουπόλεως από τους Tούρκους. Λαϊκοί θρήνοι, μοιρολόγια.

[αρχ. θρῆνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες