Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηρεύω
1 εγγραφή
θηρεύω [θirévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) κυνηγώ. 1. ασχολούμαι με το κυνήγι. 2. (μτφ.) επιδιώκω επίμονα να ικανοποιήσω μια προσωπική επιθυμία μου: Θηρεύει την εύνοια των ισχυρών / εύκολες επιτυχίες / ηδονές.

[λόγ. < αρχ. θηρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες