Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμοσυσσωρευτής
1 εγγραφή
θερμοσυσσωρευτής ο [θermosisoreftís] Ο7 : ηλεκτρική συσκευή που αποθηκεύει τη θερμότητα κατά τις νυχτερινές ώρες και την αποδίδει την επόμενη ημέρα: Tο σπίτι θερμαίνεται με θερμοσυσσωρευτές.

[λόγ. θερμο- + συσσωρευτής μτφρδ. γαλλ. accumulateur de chaleur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες