Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμοκήπιο
1 εγγραφή
θερμοκήπιο το [θermokípio] Ο40 : 1α. χώρος με γυάλινους τοίχους και οροφή, όπου η θερμοκρασία διατηρείται αρκετά υψηλή και όπου καλλιεργούν ή διατηρούν φυτά, ευαίσθητα στο κρύο, μέσα σε γλάστρες ή σε κιβώτια· σέρα. β. κατασκευή παρόμοια με την παραπάνω, σκεπασμένη συνήθ. με πλαστικό, όπου γίνονται μεγάλες καλλιέργειες πρώιμων οπωροκηπευτικών ή λουλουδιών που δεν αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες. 2. (μετεωρ.) φαινόμενο θερμοκηπίου, η ιδιότητα της ατμόσφαιρας να συγκρατεί τη θερμική ενέργεια του ήλιου, που φτάνει στο έδαφος, και έτσι να επιτρέπει τη συσσώρευση θερμότητας από τη γη. 3. (μτφ.) για να δηλώσουμε ότι σε ένα περιβάλλον επικρατούν συνθήκες ιδιαίτερης προστασίας και φροντίδας, που βοηθούν στο να αναπτυχθεί κάποιος ή κτ.: H οικογένεια είναι το ~ όπου θα μεγαλώσουν τα νέα βλαστάρια του τόπου. Tο κρυφό σχολειό υπήρξε το ~ όπου βλάστησε το όραμα της ελεύθερης πατρίδας.

[λόγ. θερμο- + κήπ(ος) -ιον μτφρδ. γαλλ. serre chaude]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες