Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοδικ
1 εγγραφή
θεοδικία η [θeoδikía] Ο25 : 1. η κρίση του Θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός κατηγορουμένου, που εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια· θεοκρισία. 2. (φιλοσ.) η δικαίωση του Θεού για τη δημιουργία και την ύπαρξη του κακού στον κόσμο.

[λόγ. < γαλλ. théodicée < théo- = θεο-I + dicée < αρχ. δίκ(η) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες