Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεαθήναι
1 εγγραφή
θεαθήναι το [θeaθíne] Ο (άκλ.) : μόνο στη ΦΡ για / προς το ~, για επίδειξη και όχι για ουσιαστικούς λόγους· ΣYN ΦΡ για τα μάτια του κόσμου: Kάνει φιλανθρωπίες για το ~ και όχι από πραγματική αγάπη για το συνάνθρωπό του.

[λόγ. < ελνστ. απαρέμφ. παθ. αορ. θεαθῆναι του αρχ. ρ. θεῶμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες