Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαλασσόλυκος
1 εγγραφή
θαλασσόλυκος ο [θalasólikos] Ο20 : παλιός και έμπειρος ναυτικός: Ο καπετάνιος του πλοίου ήταν ένας ατρόμητος ~.

[θαλασσο- + λύκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες