Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θάρρος
1 εγγραφή
θάρρος το [θáros] Ο46α λαϊκότρ. πληθ. και θάρρητα : 1. ψυχική δύναμη που τη χαρακτηρίζει η περιφρόνηση του κινδύνου, η απουσία φόβου στην αντιμετώπιση ενός κινδύνου και γενικότερα μιας δύσκολης κατάστασης· τόλμη, γενναιότητα. ANT δειλία: Παρασημοφορήθηκε για το ~ που επέδειξε στη μάχη. Aντιμετωπίζει με ~ τις δυσκολίες. Δίνω ~ σε κπ., τον ενθαρρύνω. Παίρνω / αντλώ ~, ενθαρρύνομαι. Xάνω το ~ μου, δειλιάζω. Έχω το ~ της γνώμης* μου. 2. οικειότητα που οφείλεται σε στενή σχέση: Έχει ~ με τον υπουργό. Mίλα του εσύ, που του έχεις περισσότερο ~. Θα σου ζητήσω κάτι, με όλο το ~. || Πολύ ~ σου ΄δωσα / πολύ ~ πήρες, για υπερβολική, μη επιθυμητή οικειότητα.

[αρχ. θάρρος (αττ. τ. αντί του πιο κοινού θάρσος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες