Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηχολήπτης
1 εγγραφή
ηχολήπτης ο [ixolíptis] Ο10 θηλ. ηχολήπτρια [ixolíptria] Ο27 : τεχνικός των κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων ειδικός στην ηχοληψία.

[λόγ. ηχο(ληψία) -λήπτης· λόγ. ηχολήπ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες