Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηδυπάθεια
1 εγγραφή
ηδυπάθεια η [iδipáθia] Ο27 : το γνώρισμα του ηδυπαθούς· έντονη ροπή προς τις ηδονές, γνώρισμα που εκδηλώνεται κυρίως με μια συμπεριφορά αισθησιακή και ράθυμη.

[λόγ. < αρχ. ἡδυπάθεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες