Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζώνω
1 εγγραφή
ζώνω [zóno] -ομαι Ρ1 παθ. αόρ. ζώστηκα, απαρέμφ. ζωστεί, μππ. ζωσμένος : 1α. τυλίγω κτ. γύρω από κτ. ή από κπ.: Έζωσε ένα σκοινί στη μέση του και κατέβηκε στο πηγάδι. β. τοποθετώ, κρεμώ στη ζώνη μου, στη μέση μου κτ.: Zώνουν τ΄ άρματά τους. Zώστηκε το σπαθί. Zωσμένοι (με) τ΄ άρματα. 2. περιβάλλω γύρω γύρω κτ.: Οι φλόγες έζωσαν από παντού το σπίτι, περικύκλωσαν. Ψηλά βουνά ζώνουν την πεδιάδα, περιβάλλουν. Έζωσαν το κάστρο από στεριά και θάλασσα, περικύκλωσαν, πολιόρκησαν. 3. (μτφ.) κυριαρχούμαι από ένα έντονο και βασανιστικό συναίσθημα: Mε ζώνει η αγωνία, βασανίζομαι από αγωνία, αγωνιώ πολύ. Mε ζώνουν οι υποψίες. ΦΡ με ζώνουν (τα) μαύρα φίδια / τα φίδια, βασανίζομαι από υποψίες, ανησυχώ σοβαρά.

[μσν. ζώνω < αρχ. ρ. ζών(νυμι), ζων(νύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζωσ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες