Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζύθος
1 εγγραφή
ζύθος ο [zíθos] Ο18 : (λόγ.) οινοπνευματώδες ποτό, που παράγεται από βύνη κριθαριού και λυκίσκο· μπίρα.

[λόγ. < ελνστ. ζῦθος (ίσως αιγυπτ. προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες