Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωνάρι το [zonári] Ο44 : 1α. φαρδιά λωρίδα, συνήθ. από ύφασμα, που τυλίγεται γύρω από τη μέση για να συγκρατεί τα ενδύματα· ζώνη: Πολύχρωμο ~. ΦΡ απλώνω / κρεμώ / λύνω το ~ μου (για καβγά), επιζητώ αφορμή για καβγά, είμαι εριστικός χαρακτήρας. σφίγγω το ~ μου, περικόπτω τα έξοδά μου, κάνω μεγάλες οικονομίες λόγω ένδειας. β. για ό,τι περιβάλλει και σφίγγει κτ.· ζώνη: Tα ζωνάρια του βαρελιού, στεφάνια. 2. (λαϊκότρ.): Tο ~ της Παναγίας / του ουρανού / της κυράς, το ουράνιο τόξο. Tο ~ της καλογριάς, ο Γαλαξίας.
[μσν. ζωνάρι < ζωνάρι(ο)ν υποκορ. του αρχ. ζών(η) -άρι(ο)ν > -άρι]