Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζιρκόνιο
1 εγγραφή
ζιρκόνιο το [zirkónio] Ο42 : 1. (χωρίς πληθ.) χημικό στοιχείο: Tα κράματα του ζιρκονίου χρησιμοποιούνται στους σωλήνες των πυραύλων και στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. 2. είδος ημιπολύτιμου λίθου.

[λόγ.: 1: νλατ. zircon(ium) -ιον· 2: γερμ. Zirkon (από τα περσ.) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες