Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζεύω [zévo] -ομαι Ρ5.2 : α. προσαρμόζω σε ένα ζώο τα κατάλληλα εξαρτήματα, για να μπορέσει να σύρει αλέτρι ή άμαξα: ~ τα βόδια, τους βάζω ζυγό. ~ τα άλογα στην άμαξα. || (σπάν.) σελώνω. β. (προφ., μτφ.) εξαναγκάζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. βαρύ και επίπονο: Tον έζεψε στη δουλειά.
[μσν. ζεύω < ζεύγω (με εξομάλ. κατά τα άλλα ρ. σε -εύω) < αρχ. ρ. ζεύγ(νυμι), ζευγ(νύω) μεταπλ. -ω με βάση το συνοπτ. θ. ζευξ-]