Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζευγολατειό
1 εγγραφή
ζευγολατειό το [zevγolatxó] Ο38 : 1. (λαϊκότρ.) καλλιεργημένο ή καλλιεργήσιμο χωράφι. 2. αγρόκτημα, υποστατικό. 3. (λαϊκότρ.) ζώα ζεμένα στο ζυγό.

[μσν. ζευγηλατείον (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ζευγηλάτης > ζευγολάτης) < ζευγηλάτ(ης) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες