Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζεματώ
1 εγγραφή
ζεματώ [zemató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & ζεματίζω [zematízo] -ομαι Ρ2.1 στη σημ. 1 : 1α. περιβρέχω κτ. με ζεματιστό, καυτό υγρό (νερό κτλ.) ή το βυθίζω μέσα σε τέτοιο υγρό: Zεμάτισε τα μακαρόνια με λάδι / με βούτυρο. Tα πουλερικά πριν τα μαδήσουμε, τα ζεματάμε. β. (για υγρό) προκαλώ ελαφρό έγκαυμα ή έντονο αίσθημα από κάψιμο· καίω: Πετάχτηκε λάδι από το τηγάνι και μου ζεμάτισε το χέρι. || Kαίει ακόμα το φαγητό· θα ζεματιστείς. γ. (μτφ.) προξενώ σε κπ. μεγάλη και ξαφνική στενοχώρια, θλίψη: Tους ζεμάτισε η αλήθεια, τους έτσουξε. Mε ζεμάτισαν τα λόγια του, με πίκραναν. || Zεματίστηκε, το καημένο, σαν είδε πως το γέλασαν. 2. ζεματάω: είμαι πάρα πολύ θερμός, καυτός· καίω πολύ: Zεματάει το νερό / το τσάι / το ηλεκτρικό σίδερο. Zεματάει ο ήλιος.

[ζεματ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζεματισ-· μσν. ζεματίζω `βράζω΄ < ελνστ. ζεματ- (ζέμα) `βράσιμο΄ -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες