Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαμάνι το [zamáni] Ο44 : μεγάλο χρονικό διάστημα, στην έκφραση χρόνια / καιρούς και ζαμάνια, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: Xρόνια και ζαμάνια έχω να τον δω.
[τουρκ. zaman -ι]