Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαγάρι το [zaγári] Ο44 : (λαϊκότρ.) α. κυνηγετικό σκυλί· κυνηγόσκυλο, λαγωνικό. β. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός προσώπου, συνήθ. περιφρονητικός και σπανιότερα εγκωμιαστικός· (πρβ. σκυλί): Φύγε από δω βρε ~. Tα κατάφερε πάλι το ~.
[μσν. ζαγάρι < ζαγάρι(ο)ν `κυνηγόσκυλο΄ < τουρκ. zağari < αραβ. sakar]