Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζέω
1 εγγραφή
ζέω [zéo] Ρ (στο γ' πρόσ., στον ενεστ.) : (λόγ., για υγρά) βράζω, κοχλάζω: Tο νερό ζέει στους 100Γ C.

[λόγ. < αρχ. ζέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες