Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζέφυρος
1 εγγραφή
ζέφυρος ο [zéfiros] Ο20 : δυτικός άνεμος· πουνέντες.

[λόγ. < αρχ. ζέφυρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες