Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζάφτι το [záfti] Ο (άκλ.) : (προφ.) ΦΡ κάνω κπ. ~, τον υποτάσσω στη θέλησή μου ή στη δύναμή μου: Παλεύουμε να δούμε ποιος κάνει τον άλλον ~, ποιος νικάει. Δεν μπορεί να κάνει ~ τα παιδιά του, δεν μπορεί να τους επιβληθεί, να τα χαλιναγωγήσει.
[μσν. ζάφτι < ζάπτι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αραβ. dabt -ι ή τουρκ. zapt -ι]