Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάφτι
1 εγγραφή
ζάφτι το [záfti] Ο (άκλ.) : (προφ.) ΦΡ κάνω κπ. ~, τον υποτάσσω στη θέλησή μου ή στη δύναμή μου: Παλεύουμε να δούμε ποιος κάνει τον άλλον ~, ποιος νικάει. Δεν μπορεί να κάνει ~ τα παιδιά του, δεν μπορεί να τους επιβληθεί, να τα χαλιναγωγήσει.

[μσν. ζάφτι < ζάπτι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αραβ. dabt ή τουρκ. zapt]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες