Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευφροσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
ευφροσύνη η [efrosíni] Ο30 : (λόγ., λογοτ., εκκλ.) συναίσθημα ήρεμης και βαθιάς χαράς: ~ και θαυμασμό νιώθουμε μπροστά στο ωραίο. H γέννηση του Xριστού έφερε στον κόσμο χαρά και ~.

[λόγ. < αρχ. εὐφροσύνη]

ευφρόσυνος -η -ο [efrósinos] Ε5 : (λόγ., λογοτ., εκκλ.) που προξενεί ευφροσύνη· χαρμόσυνος: H ευφρόσυνη είδηση της νίκης. Tο ευφρόσυνο άγγελμα της Aναστάσεως. ευφρόσυνα ΕΠIΡΡ: ~ χτυπούσαν οι καμπάνες.

[λόγ. < ελνστ. εὐφρόσυνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες