Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευπρεπής
1 εγγραφή
ευπρεπής -ής -ές [efprepís] Ε10 : 1.για πρόσωπο ή για εκδήλωση που είναι σύμφωνη με ό,τι επιβάλλουν οι κανόνες της καλής κοινωνικής συμπεριφοράς. ANT απρεπής: Ένας ~ άνθρωπος δε σχολιάζει άτομα που είναι απόντα. Ο τρόπος με τον οποίο αρνήθηκε την πρόσκληση δεν ήταν καθόλου ~. || Δεν είναι ευπρεπές να διακόπτεις το συνομιλητή σου / όταν τρως να γλείφεις τα δάχτυλά σου. || για περιποιημένη εξωτερική εμφάνιση που δεν είναι όμως προκλητική ή εξεζητημένη. 2. για κτ. που έχει γίνει με επιμέλεια και γνώση, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό και να μην προκαλεί αρνητικά σχόλια: Παρουσίασε μια πολύ ευπρεπή παράσταση. Tο επίπεδο της δουλειάς του είναι πολύ ευπρεπές. (λόγ.) ευπρεπώς ΕΠIΡΡ: Οι επισκέπτες της μονής πρέπει να είναι ντυμένοι ~.

[λόγ. < αρχ. εὐπρεπής, εὐπρεπῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες