Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ετόλ η [etól] Ο (άκλ.) : μακριά γούνινη εσάρπα.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. étole (στη νέα σημ.) < υστλατ. stola `άμφιο΄ < αρχ. στολή `ρού χο΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. αντδ. < γαλλ. étole (στη νέα σημ.) < υστλατ. stola `άμφιο΄ < αρχ. στολή `ρού χο΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |