Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετησίες
1 εγγραφή
ετησίες οι [etisíes] Ο2 : (λόγ.) το μελτέμι.

[λόγ. < αρχ. ἐτησίαι οἱ με προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες