Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εστιάζω [estiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(φυσ.) με τα κατάλληλα οπτικά ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα συγκεντρώνω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων σε συγκεκριμένο σημείο: ~ μια ηλεκτρονική δέσμη. ~ ένα φακό, κάνω να συμπέσει η εστία του με ορισμένο σημείο. || (για φακό) συγκεντρώνω στην εστία μου: Οι συγκλίνοντες φακοί εστιάζουν τις ακτίνες της φωτεινής δέσμης. 2. (μτφ., για ανθρώπινη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) κάνω να έχει ως επίκεντρο, ως βασικό της στοιχείο· (πρβ. επικεντρώνω): Tο φιλμ / το μυθιστόρημα εστιάζει τη δράση στην εφηβική ηλικία. Tο ρεπορτάζ εστιάζεται σε τελείως ασήμαντες λεπτομέρειες.
[λόγ. εστί(α)IIIβ -άζω μτφρδ. γαλλ. focaliser]