Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερινύα
1 εγγραφή
ερινύα η [erinía] Ο26 : α.Ερινύα, καθεμία από τις γυναικείες θεότητες της ελληνικής μυθολογίας, οι οποίες είχαν ως προορισμό να τιμωρούν εκείνους που παρέβαιναν τους ηθικούς νόμους: Ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες. Οι Ερινύες ήταν προσωποποίηση των τύψεων της συνείδησης. β. (πληθ.) οι τύψεις: Tον καταδιώκουν οι ερινύες για την πράξη που έκανε.

[λόγ. < αρχ. Ἐρινύς μεταπλ. με βάση τον πληθ. Ἐρινύες]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες