Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εργατικότητα η [erγatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του εργατικού ανθρώπου: Mε την ~ και την τιμιότητά του κέρδισε την εκτίμηση των προϊσταμένων του.
[λόγ. εργατικ(ός) -ότης > -ότητα]