Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επονομάζω
1 εγγραφή
επονομάζω [eponomázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : δίνω σε κπ. ένα επιπλέον όνομα, συνήθ. από κάποια αιτία ή από κάποιο ιστορικό γεγονός: Ριχάρδος Γ' ο επονομαζόμενος Λεοντόκαρδος.

[λόγ. < αρχ. ἐπονομάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες