Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιχαίρω
1 εγγραφή
επιχαίρω [epixéro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) χαίρομαι για ορισμένο κακό που συμβαίνει ιδίως σε κπ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιχαίρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες