Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτίμιο
1 εγγραφή
επιτίμιο το [epitímio] Ο40 : (εκκλ.) α. καθήκον, απαγόρευση κτλ. που επιβάλλει ο πνευματικός στον πιστό, ιδίως κατά την εξομολόγηση, ως ποινή για τις αμαρτίες του: Tου έβαλε / του όρισε βαρύ ~. β. αφορισμός που δεν αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο: Tα φοβερά λόγια του επιτιμίου.

[λόγ. < μσν. επιτίμιον (στη νέα σημ.) < αρχ. τά ἐπιτίμια (πληθ.) `κυρώσεις΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες