Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτήδευση
1 εγγραφή
επιτήδευση η [epitíδefsi] Ο33 : το να γίνεται ή να είναι κτ. επιτηδευμένο, προσποιητό ή εξεζητημένο.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτήδευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες