Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιστράτευση
1 εγγραφή
επιστράτευση η [epistrátefsi] Ο33 : 1α.το σύνολο των ενεργειών που γίνονται με σκοπό την άμεση μετάπτωση μιας χώρας, ιδίως των ένοπλων δυνάμεών της, από την κατάσταση ειρήνης σε κατάσταση πολέμου: Γενική / μερική / μυστική ~. Διάταγμα για ~. Kήρυξη / λήξη της επιστράτευσης. Σχέδιο επιστράτευσης. Kέντρο / μονάδα επιστρατεύσεως. H Ελλάδα απάντησε στην τουρκική εισβολή με γενική ~. || H (πολιτική) ~, που αφορά πολίτες όχι στρατιωτικούς. Aνακοινώθηκε η ~ των απεργών, η αναγκαστική επιστροφή στην εργασία ύστερα από απόφαση της κυβέρνησης. Kάτω η ~, ως σύνθημα. β. πρόσκληση κάποιου να καταταγεί στο στρατό σε περίοδο πολέμου ή να λάβει μέρος σε στρατιωτική άσκηση σε περίοδο ειρήνης. ANT αποστράτευση: ~ εφέδρων. 2. (μτφ., σπάν.) χρησιμοποίηση μέσων ή δραστηριοποίηση κάποιου για την επίτευξη ενός στόχου, την αντιμετώπιση μιας δύσκολης κατάστασης.

[λόγ. < αρχ. ἐπιστράτευ(σις) `εκστρατεία΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες